- καψούρα
- ηέντονο ερωτικό συναίσθημα που παραμένει ανικανοποίητο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (II) με τη σημ. «σφοδρή επιθυμία» + κατάλ. -ούρα (πρβλ. καμπ-ούρα, μουρμ-ούρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… … Dictionary of Greek
καψουρεύομαι — ερωτεύομαι κάποιον σφοδρά, συνήθως χωρίς ανταπόκριση («έμαθα ότι είναι καψουρεμένος μαζί της»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καψούρα + κατάλ. εύομαι (πρβλ. ερωτ εύομαι, ονειρ εύομαι)] … Dictionary of Greek
καψουροτράγουδο — το τραγούδι που αναφέρεται σε κάποιο σφοδρό έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καψούρα + τράγουδο (< τραγούδι), πρβλ. θρηνο τράγουδο, λειανο τράγουδο] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek